- νευρασθενικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρασθένεια2. (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενής.επίρρ...νευρασθενικώς και -άμε νευρασθενικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.